- διέπω
- ρυθμίζω, διευθύνω, διαπερνώ: Τις εργασιακές σχέσεις σ’ αυτή την εταιρεία τις διέπει ισορροπία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διέπω — βλ. πίν. 9 (μόνο στον ενεστ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διέπω — manage pres ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διέπω — (AM διέπω) [έπω] διευθύνω, διοικώ, τακτοποιώ νεοελλ. ρυθμίζω, κανονίζω αρχ. 1. διαχειρίζομαι 2. περνώ ανάμεσα 3. διαπερνώ, διασχίζω, διαπλέω 4. μέσ. ασχολούμαι … Dictionary of Greek
διεπομένων — διέπω manage pres part mp fem gen pl διέπω manage pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεπόμενον — διέπω manage pres part mp masc acc sg διέπω manage pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διέπει — διέπω manage pres ind act 3rd sg (epic) διέπω manage pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διέπομεν — διέπω manage imperf ind act 1st pl (epic) διέπω manage pres ind act 1st pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διέπον — διέπω manage pres part act masc voc sg διέπω manage pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διέποντα — διέπω manage pres part act neut nom/voc/acc pl διέπω manage pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διέποντι — διέπω manage pres ind act 3rd pl (epic doric) διέπω manage pres part act masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)